-
1 προ-εῖπον
προ-εῖπον, inf. προειπεῖν (s. εἶπον u. vgl. προαγορεύω, προερῶ), voraussagen; in tmesi, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν, Cd. 1, 37; τῷ κηρύγματι, ᾡπερ προεῖπας ἐμμένειν, Soph. O. R. 351, wo die mss. προςεῖπας lesen; – heraussagen, bekannt machen, πόλεμον, Krieg ankündigen, ξενίην τινί, Her. 7, 116; c. inf., 1, 21. 6, 137; ϑάνατον αὐτῷ προειπὼν μὴ πράξαντι ταῠτα, Plat. Legg. III, 698 c; προειπόντες ἀρχῶν μὴ μετέχειν, Rep. VIII, 551 b; Xen. Cyr. 1, 6, 18 u. öfter; προεῖπεν αὐτῷ ἐπὶ Παλλαδίῳ φόνου, Dem. 59, 9, anklagen; – bevorworten, τοσοῠτόν μοι προειρήσϑω, Isocr. 4, 14; Sp., προειπεῖν ὑπὲρ τοῠ μέλλοντος, Pol. 6, 3, 2; Plut.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий